Ἰδαῖος

Ἰδαῖος
̆ιδαῑος
1 of Ida σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (“lectio et hiatu et prosodico vitio laborat”, Schr.: ῥέοντ' Ἶδαῖόν Heyne: Ἰδαῖον ἄντρον ἐν Ἤλιδι Δημήτριος ὁ Σκήψιος Ἴδης τῆς ἐν Κρήτῃ ἢ τῆς ἐν Τροίᾳ· οὕτως Θέων Σ. v. Wil., 421̆{1}: cf. Περιδάιος) O. 5.18

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰδαῖος — of Ida masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …   Dictionary of Greek

  • ιδαίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με το βουνό της Κρήτης Ίδη. 2. «Ιδαίο άντρο», σπήλαιο στην Ίδη, όπου κατά τη μυθολογία έκρυψε η Ρέα το Δία, μόλις αυτός γεννήθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰδαῖον — Ἰδαῖος of Ida masc acc sg Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Идей — (Ίδαίος): 1 сын Дардана и Хризы, переселившийся, по поздним преданиям, из Пелопоннеса, через Самофракию во Фригию и поселившийся у подошвы названного по его имени горного хребта (см. Ида). И. же приписывают поздние авторы и введение мистерий… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰδαῖα — Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰδαῖαι — Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰδαῖε — Ἰδαῖος of Ida masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰδαῖοι — Ἰδαῖος of Ida masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰδαῖ' — Ἰδαῖα , Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl Ἰδαῖε , Ἰδαῖος of Ida masc voc sg Ἰδαῖαι , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰδαία — Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc/acc dual Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”